- μαδάρεις
- μαδάρεις (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Κέλτες) «τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων».[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μαγαρίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
μαγαρίς — μαγαρίς, ίδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὰ σπάθη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν θεωρείται ορθή. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. τού ματαρίς, που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου μαδάρεις «τὰς πλατυτέρας… … Dictionary of Greek